ευμορφαρματωμένος

ευμορφαρματωμένος
εὐμορφαρματωμένος, -η, -ον και ὀμορφαρματωμένος, -η -ον (Μ)
ο αρματωμένος όμορφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”